καλλιτεχνίας

καλλιτεχνίας
καλλιτεχνίᾱς , καλλιτεχνία
beauty of workmanship
fem acc pl
καλλιτεχνίᾱς , καλλιτεχνία
beauty of workmanship
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλλιτεχνία — η (Α καλλιτεχνία) [καλλιτέχνης] η επιμελημένη και καλαίσθητη εργασία νεοελλ. 1. το έργο τού καλλιτέχνη, η άσκηση τών καλών τεχνών («αφοσιώθηκε στην καλλιτεχνία») 2. το σύνολο τών καλών τεχνών («ιστορία τής καλλιτεχνίας») …   Dictionary of Greek

  • τεχνοκαπηλία — η, Ν [τεχνοκάπηλος] η εμπορική εκμετάλλευση τής τέχνης, τής καλλιτεχνίας …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Μπραζαβίλ Παλαιότερη ονομασία: Γαλλικό Κονγκό (1910 60) / Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (1960 91) Έκταση: 324.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.958.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπραζαβίλ… …   Dictionary of Greek

  • καλλιτεχνία — η 1. το σύνολο των καλών τεχνών, τέχνη: Έγραψε ιστορία της καλλιτεχνίας. 2. το έργο του καλλιτέχνη: Αφοσιώθηκε στην καλλιτεχνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”